πάχος

Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (παχύς)

   A thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324 ; εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια Meliss.9 ; τὸ π. τοῦ τείχους Th.1.93 ; τῆς πλίνθου Id.3.20 : pl., τὰ π. τῶν τριχῶν Arist.HA517b8 ; τὰ π. αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8 ; σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα PCair.Zen.353.11 (iii B. C.) : abs., πάχος in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11 ; also πάχει μάκει τε Pi.P.4.245.    2 σαρκὸς π. stoutness, E.Cyc. 380 ; διὰ πάχος τοῦ σώματος Antiph.19 ; opp. λεπτότης, Pl.R.523e, etc.    3 consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12 ; τὸ π. τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7 ; ὥστε γίνεσθαι τὸ π. ὡς κυκεῶνα Ph.Bel.89.21.    4 in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.

German (Pape)

[Seite 539] εος, τό, die Dicke; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von λεπτότης, Rep. VII, 523 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πάχος: [ᾰ], εος, τό, (παχύς) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., πάχος, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ πάχος τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ λεπτότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι παχύς, ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 épaisseur;
2 embonpoint.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. πήγνυμι, παχύς.

English (Autenrieth)

εος: thickness, Od. 9.324†.

English (Slater)

πᾰχος
   1 thickness (δράκων) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)