λεπτότης
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
λεπτότητος, ἡ, (λεπτός)
A thinness, opp. παχύτης, Hp.VC2.
2 fineness, delicacy, opp. πάχος, Pl.R. 523e, al.; of soil, Arr.Tact.34.1; of the air, tenuity, Pl.Ti.58b, Arist.Cael.303b24, cf. Ph.215b28: in plural, opp. πάχη, Id.HA507b26; of the εἴδωλα, Epicur.Ep.1p.10U.
3 thinness, meagreness, of body, Pl.Lg.646b.
II metaph., subtlety, τῶν φρενῶν Ar.Nu.153, cf. Luc.Bis Acc.2.
German (Pape)
[Seite 31] λεπτότητος, ἡ, Dünnheit, Schmächtigkeit, Magerkeit, Gegensatz πάχος, Plat. Tim. 85 c u. öfter; Arist. H. A. 2, 17; σώματος λεπτότητα καὶ αἶσχος Plat. Legg. I, 646 b; von Kleidern, Feinheit, καὶ μαλακότης D. Sic. 5, 46. – Übertr., Feinheit im Denken, Scharfsinn, τῶν φρενῶν Ar. Nubb. 153; σχεδὸν ἀνέφικτα ὑπὸ λεπτότητος Luc. bis accus. 2.
French (Bailly abrégé)
λεπτότητος (ἡ) :
finesse, délicatesse ; fig. finesse, subtilité (d'esprit).
Étymologie: λεπτός.
Russian (Dvoretsky)
λεπτότης: λεπτότητος ἡ
1 тонкость, неплотность (τοῦ πυρός Plat.): αἱ τῶν τριχῶν λεπτότητες Arst. редкие волосы;
2 худощавость, худоба (σώματος Plat.; σκελῶν Arst.);
3 перен. тонкость, утонченность (τῶν φρενῶν Arph.);
4 мелочность, кропотливость (sc. τῶν ἔργων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτότης: λεπτότητος, ἡ, (λεπτὸς) ἡ ἰδιότης τοῦ λεπτοῦ, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896. 2) λεπτότης, ἀδυναμία, ἰσχνότης, ἀντίθετ. τῇ λ. πάχος, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἀραιότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 13. 3) ἰσχνότης τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 646Β. ΙΙ. μεταφ., εὐφυΐα, τῶν φρενῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 153, πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2.
Greek Monotonic
λεπτότης: λεπτότητος, ἡ (λεπτός)·
1. ιδιότητα του λεπτού, λεπτότητα, αδυναμία, ισχνότητα, σε Πλάτ.
2. μεταφ., εξυπνάδα, ευφυΐα, ταχύνοια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λεπτότης, λεπτότητος, λεπτός
1. thinness: fineness, delicacy, leanness, Plat.
2. metaph. subtlety, Ar.
English (Woodhouse)
delicacy, fineness, leanness, thinness
Translations
thinness
Arabic: رِقَّة; Esperanto: subtilaĵo, subtileco; Finnish: ohuus, laihuus; French: finesse; German: Dünnheit; Greek: λεπτότης, λεπτότητα; Ancient Greek: λεπτότης, ἰσχνότης; Irish: caoile; Latin: macritudo, gracilitas; Portuguese: fineza, magreza, delgadeza; Russian: тонкость; Spanish: delgadez, flaqueza, flacura; Tausug: nipis