[Seite 524] poet. statt παράμονμος, Pind. u. Theogn.
πάρμονος 1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. (N. 8.17)