ὄλβος
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
English (LSJ)
ὁ, happiness, bliss, esp. worldly happiness, weal, ἀλλ' οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄ. Od.3.208, cf. 4.208; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄ. ἀνθρώποισιν 6.188; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Il.16.596, Od.14.206, cf. Emp. 119 : freq. in Lyr., as Pi.O.6.72, B.3.92, and Trag., as A.Pers.164, 252, 709, al.; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. S.OT1282, cf. Plu.Per.12 : rarely in plural, ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι . . εὐδαίμονας ὄ. S.Fr.320 (lyr.).—Poet. word, used by Hdt.1.32, 86, X.Cyr.1.5.9, 4.2.44 and 46, Ar.Av.421, Hp.Ep.3,5, LXX Si.30.15. (Perh. cogn. with Lith. algà (I.-E. olgu̯ā) 'wage'.)
German (Pape)
[Seite 318] ὁ (nach den Alten von ὅλος βίος, dem Sinne nach freilich richtig, aber falsche Wortbildung; nach Anderen mit ὀφέλλειν zusammenhangend, gedeihlicher Zustand; vielleicht verwandt mit ἀλφεῖν), Glückseligkeit, Glück, Alles was zum vollen Lebensgenusse gehört, bes. Wohlstand, Vermögen; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, Il. 16, 596, wie 24, 556 u. öfter; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀν. θρώποισιν, Od. 6, 188, vgl. 3, 208 (u. das. Nitzsch). 4, 208; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν, Od. 18, 19, öfter, übh. Lebensglück; Pind. oft, ὄλβος ἅμ' ἕσπετο Ol. 6, 72, vgl. P. 5, 55, σὺν θεῷ φυτευθεὶς ὄλβος N. 8, 17; κατέφθαρται πολὺς ὄλβος, Aesch. Pers. 248, öfter; ἀρχάς τε πολισσονόμους ἕξει πατέρων μέγαν ὄλβον, Ch. 852; Soph. O. R. 1197; τὸν πάντα ὄλβον ἦμαρ ἕν μ' ἀφείλετο, Eur. Hec. 285, öfter; in Prosa, Her. 1, 86, selten bei den Attikern, bes. Reichtum bedeutend, wie Xen. Cyr. 1, 5, 9, πολὺν μὲν ὄλβον, πολλὴν δὲ εὐδαιμονίαν, μεγάλας δὲ τιμὰς καὶ αὐτοῖς καὶ τῇ πόλει περιάψειν, vgl. 4, 2, 44. 46; Luc. Dea Syr. 10; Plut.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bonheur, particul.
1 bonheur matériel, félicité, jouissance de la fortune;
2 richesses.
Étymologie: R. Ἀλφ, obtenir ; c. ἀλφάνω, cf. lat. labor.
Russian (Dvoretsky)
ὄλβος: ὁ
1 счастье, благоденствие, процветание: ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Soph. счастье прежних дней;
2 богатство, состояние (ὄ. τε πλοῦτός τε Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄλβος: ὁ, εὐτυχία, εὐδαιμονία, πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς εὐδαίμονα βίον, ἰδίως ἐπὶ κοσμικῆς εὐτυχίας, πλοῦτος, ἀφθονία, ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Ὀδ. Γ. 208, πρβλ. Δ. 208· Ζεὺς δὲ αὐτὸς νέμει ὄλβον… ἀνθρώποισιν Ζ. 188· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Ἰλ. Π. 596, Ὀδ. Ξ. 206· συχνὸν παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164, 252, 709, κ. ἀλλ.· ὁ πρὶν παλαιὸς ὄ. Σοφ. Ο. Τ. 1282· σπαν. ἐν τῷ πληθ., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. εὐδαίμονας ὄλβους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298. ― Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 1. 86, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 9., 4. 2, 44 καὶ 46. (Ἴδε ἐν λ. οὔλω).
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.) prosperity esp. material prosperity. ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη (O. 1.56) ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν (O. 2.22) θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ (O. 2.36) ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει (O. 5.23) ὄλβος ἅμ' ἕσπετο (O. 6.72) μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (O. 6.97) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον (P. 2.26) λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν (P. 3.89) ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/-ον codd.) (P. 4.255) σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται (P. 5.14) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος (P. 5.55) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102) ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) (P. 11.53) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (N. 7.58) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus (N. 10.13) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13) ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων (I. 3.5) νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.58) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) (I. 5.12) ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.12) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν (Pae. 2.60) σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς (Pae. 6.133) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Pae. 9.9) παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. . . εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134.
Greek Monotonic
ὄλβος: ὁ, ευτυχία, ευδαιμονία, αγαθά, πλούτος, αφθονία, σε Όμηρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: prosperity, blessed state, wealth, happiness (Il.; on the meaning Radermacher Gnomon 14, 296).
Compounds: Compp., e.g. ὀλβοδότης, Dor. ὀλβοδότας m., ὀλβοδότειρα f. giver of wealth (E. in lyr., hell.) ἄνολβος without prosperity, unhappy (Orac. ap. Hdt. 1, 85, trag.).
Derivatives: 1. ὄλβιος blessed, having goods, happy (Il.), voc. ὀλβιοδαίμων (Γ 182; Schwyzer 105 w. lit.), superlative ὄλβιστος (hell.; Seiler Steigerungsformen 104 f.); 2. ὀλβήεις id. (Man.); 3. ὀλβία f. = ὄλβος (Phot.); 4. ὀλβίζω to bless, to bless oneself (trag.; ἐπ- ὄλβος Nonn.) with ὀλβιστήρ, -ῆρος blesser (late).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Various hypotheses by Prellwitz s. v., Bezzenberger BB 5, 171 f., Pisani KZ 61, 180ff., Grošelj Živa Ant. 2, 213, Machek Listy filol. 72, 71 f. - Furnée 155 connects ὄλπα χόνδρου τις ἕψησις. --- ἔδεσμά τι. η ὄλβος H.; if the word is cognate, it must be Pre-Greek, which is at all a good possibility.
Middle Liddell
ὄλβος, ὁ,
happiness, bliss, weal, wealth, Hom., etc.
Frisk Etymology German
ὄλβος: {ólbos}
Grammar: m.
Meaning: Wohlstand, gesegneter Zustand, Reichtum, Glück (vorw. ep. poet. seit Il.; zur Bed. Radermacher Gnomon 14, 296).
Composita : Kompp., z.B. ὀλβοδότης, dor. -δότας m., -δότειρα f. ‘Spender(in) des Wohlstands' (E. in lyr., hell. u. sp. Dichtung) ἄνολβος ohne Wohlstand, unglücklich (Orac. ap. Hdt. 1, 85, Trag. u.a.).
Derivative: Ableitungen. 1. ὄλβιος gesegnet, begütert, glücklich (vorw. ep. poet. seit Il.), Vok. ὀλβιόὀαιμον (Γ 182; Schwyzer 105 m. Lit.), Superlativ ὄλβιστος (hell. Dicht.; Seiler Steigerungsformen 104 f.); 2. ὀλβήεις ib. (Man.); 3. ὀλβία f. =ὄλβος (Phot.); 4. ὀλβίζω glücklich preisen, beglücken (Trag.; ἐπ- ~ Nonn. u.a.) mit ὀλβιστήρ, -ῆρος Beglücker (sp. Dicht.).
Etymology : Unerklärt. Allerlei Hypothesen von Prellwitz s. v., Bezzenberger BB 5, 171 f., Pisani KZ 61, 180ff., Grošelj Živa Ant. 2, 213, Machek Listy filol. 72, 71 f.
Page 2,375
English (Woodhouse)
happiness, good fortune, good luck
Mantoulidis Etymological
(=εὐτυχία, πλοῦτος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό ὅλος + βίος. Ἴσως ἀκόμα συγγενεύει μέ τό οὔλω (=εἶμαι ἀκέραιος) τοῦ οὖλος = ὅλος.
Παράγωγα: ὀλβίζω (=καλοτυχίζω), ὄλβιος, ὀλβίως, ὀλβιόδωρος, ὀλβιοδαίμων (=μακάριος), ὀλβιόφρων (=αὐτός πού προσκολλᾶται στούς πλουσίους), ὀλβοδότης (=αὐτός πού φέρνει πλοῦτο).
Translations
happiness
Afrikaans: geluk; Albanian: lumturi; Arabic: سَعَادَة, فَرَح; Armenian: երջանկություն; Asturian: felicidá; Avar: талихӏ; Azerbaijani: xoşbəxtlik, səadət; Bashkir: бәхет; Belarusian: шчасце; Bengali: সুখ; Bulgarian: щастие; Burmese: သုခ; Catalan: felicitat; Chinese Literary: 福, 礽, 祉; Mandarin: 幸福, 快樂/快乐, 愉快; Czech: štěstí; Danish: lykke, glæde; Dutch: blijheid, blijdschap, geluk, vreugde; Esperanto: feliĉeco; Estonian: õnn; Farefare: pupeelum; Faroese: gleði; Finnish: onnellisuus, onni, ilo, riemu; French: bonheur; Galician: felicidade; Georgian: ბედნიერება; German: Glück, Glücklichkeit; Greek: ευτυχία; Ancient Greek: ἀγαλλίαμα, ἀγλαϊσμός, αἰσιμία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμόνισμα, εὐδαιμονισμός, εὐδαιμοσύνη, εὐημερία, εὔσοια, ζᾶλος, ζῆλος, μακαρία, μακαριότης, ὄλβος, παμμακαρία, τὸ εὔδαιμον; Guaraní: vy'a; Hawaiian: hauʻoli; Hebrew: אושר \ אֹשֶׁר; Hindi: ख़ुशी; Hungarian: boldogság; Hunsrik: Glick; Icelandic: gleði, hamingja; Ido: feliceso; Indonesian: kebahagiaan; Ingrian: onni, ilo; Ingush: ираз; Irish: sonas, suáilceas; Italian: felicità, gioia; Japanese: 幸福, 幸せ, 愉快; Kazakh: бақыт; Khmer: សុភមង្គល, កាមសុខ, បរមសុខ, បាមោជ្ជ, បីតិ, ប្រមោទ, ប្រីតា; Korean: 행복, 기쁨, 즐거움, 희열, 열락; Kurdish Northern Kurdish: bextewerî, seadet; Kyrgyz: бакыт; Lao: ຄວາມສຸກ; Latgalian: laime; Latin: laetitia, gaudium, felicitas; Latvian: laime; Lithuanian: laimė; Luxembourgish: Gléck; Macedonian: среќа, радост; Malay: kebahagiaan, kegembiraan; Malayalam: സന്തോഷം, ആഹ്ലാദം, ആനന്ദം; Maltese: feliċita; Maori: uruhautanga, hurō; Mauritian Creole: jos, lazwa; Middle English: wynne; Mongolian: аз жаргал; Navajo: ił hózhǫ́; Northern Sami: illu; Norwegian: lykke, glede; Nynorsk: lukke; Occitan: felicitat, bonaür; Old East Slavic: съчастиѥ; Old English: bliss, ġefēa; Old Norse: gleði; Pashto: خوشبختي, سعادت; Persian: خوشبختی, شادی, سعادت; Plautdietsch: Freid, Häaj; Polish: szczęście, radość; Portuguese: felicidade, alegria; Quechua: kusi; Romani: baxt; Romanian: bucurie, fericire; Russian: счастье, радость; Sanskrit: सुख; Scottish Gaelic: àigh; Serbo-Croatian Cyrillic: сре̏ћа; Roman: srȅća; Shor: ырыс; Sinhalese: සන්තෝෂය; Slovak: šťastie, radosť; Slovene: sreča; Spanish: felicidad; Swahili: raha; Swedish: lycka, glädje, fröjd; Tabasaran: бахт; Tagalog: kaligayahan, ligaya; Tajik: бахт, саодат, шодӣ, хушбахтӣ; Tamil: மகிழ்ச்சி, சந்தோஷம்; Tatar: бәхет, сәгадәть, сәгадәт; Telugu: సంతోషం; Thai: ความสุข; Tibetan: བདེ་བ; Turkish: mutluluk, saadet; Turkmen: bagt, şatlyk, eýgilik; Tuvan: аас-кежик; Ukrainian: щастя, радість; Urdu: خوشی, سعادت; Uyghur: بەخت, خۇشاللىق, سائادەت, بەختلىك, دىلشاتلىق, ھالاۋەت; Uzbek: baxt, chogʻlik, xushbaxtlik, saodat; Venetian: ałegrézsa, ałegrìa; Vietnamese: hạnh phúc; Walloon: bouneur; Welsh: hapusrwydd; Yiddish: גליק
bliss
Arabic: نَعِيم; Belarusian: асалода, блажэ́нства, благасць; Bulgarian: блаженство; Chinese Mandarin: 極樂, 极乐, 喜悅, 喜悦, 福佑, 幸福; Czech: blaženost, blaho; Dutch: gelukzaligheid, verrukking; Esperanto: beato, beateco; Finnish: onni, autuus; French: béatitude, félicité; Georgian: ნეტარება, განცხრომა; German: Glückseligkeit, Glück; Gothic: 𐌰𐌿𐌳𐌰𐌲𐌴𐌹; Greek: ευδαιμονία, μακαριότητα; Hindi: आनन्द; Hungarian: boldogság; Italian: beatitudine; Japanese: 幸福, 至福; Macedonian: блаженство; Malay: kebahagiaan; Maori: hākoakoa, mākoakoa, manahau; Norwegian Bokmål: lykksalighet; Old Church Slavonic: блажєньство; Old English: ēad; Old Saxon: ōd; Persian: سعادت; Polish: błogość, błogostan; Portuguese: júbilo, gáudio, êxtase; Romanian: beatitudine, euforie, extaz; Russian: блаженство; Serbo-Croatian: блаженство, blaženstvo; Slovak: blaženosť, blaho; Slovene: blaženost; Spanish: euforia, dicha, beatitud; Swedish: lycksalighet, lycka; Thai: ความผาสุก; Turkish: mutluluk, huzur, erinç, gönül rahatlığı, dirlik; Ukrainian: блаженство; Urdu: آنند