A = χλωρός, cj. in Pi.P.9.38; cf. χλαρός.
χλοαρός dub. sens., n. acc. pro adv., ? 1 gaily, softly ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (Schr.: χλαρόν, χλιαρόν codd., Σ: v. χλαρός) (P. 9.38)