χλαρός

English (LSJ)

ά, όν, only Pi.P.9.38 χλαρὸν (v.l. χλιαρόν) γελάσσαις to laugh exultingly, gaily (fort. χλοαρόν); but Hsch. has χλαρόν· κόχλαξ; also, = ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν, and = ἐλαιηρὸς κώθων, Id.

German (Pape)

[Seite 1358] nur Pind. P. 9, 39, χλαρὸν γελᾶν, nach Herm. dor. für χλωρόν, jugendlich, frisch und kräftig, nach Schneider und Böckh statt λαρόν, angenehm, sanft.

Russian (Dvoretsky)

χλᾱρός: предполож. веселый, шумный: χλαρὸν γελᾶν Pind. шумно (по по друг. слегка) смеяться.

Greek (Liddell-Scott)

χλᾱρός: -ά, -όν, μόνον παρὰ Πινδ. ἐν Π. 9. 65 χλᾱρὸν γελᾱν, μετὰ χαρᾶς, εὐθύμως. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξ. πρὸς τὸ ῥῆμα * χλάδω ὃ ἴδε)· ὁ Ἕρμανν. νομίζει ὅτι εἶναι Δωρικ. ἀντὶ χλωρόν, ὁ δὲ Schneid. καὶ ὁ Böckh ἀντὶ λαρόν. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χλαρόν, χλαρὰ μὲ τέσσαρας σημασίας, ὧν οὐδεμία ἁρμόζει εἰς τὸ χωρίον τοῦ Πινδάρου).

English (Slater)

χλᾱρός, sens. dub., ? softly, gaily, v. Wil., 268̆{1}. ἀγανᾷ χλαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (v.l. χλιαρόν: χλοαρόν coni. Schr., cll. (N. 8.40): χλαρόν = λαρόν Boeckh: χλωρόν Hermann: v. Hesych., s. v. χλαρόν) (P. 9.38) ]

Greek Monotonic

χλᾱρός: -ά, -όν, χαρούμενος, χλαρὸν γελᾶν, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χλᾱρός, ή, όν
exultant, χλαρὸν γελᾶν Pind.

Frisk Etymology German

χλαρός: {khlarós}
Meaning: nur in χλαρὸν γελάσσαις (Pi. P. 9, 38), nach Sch. = προσηνὲς καὶ ἡδύ. Dazu aus H.: χλαρόν· ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον; auch = ἐλαιηρὸς κώθων; χλαρά· ψαιστὰ ἐν ἐλαίῳ (myk. ka-ra-re-we = χλαρῆϝες?? s. Morpurgo Lex. s.v. m. Lit.).
Etymology: Unklar. Von Persson Beitr. 2, 791 A. 3 zögernd mit awno. glōra funkeln usw. verglichen; s. auch χλωρός. — An χλάρ κόχλαξ H. erinnert, wohl nicht zufällig, lat. glārea Kies; so schon Vossius und Doederlein, s. W.-Hofmann 1, 868 (abgelehnt); ebenso Alessio Studi etr. 18, 132 (als Mittelmeerwort).
Page 2,1102