χρυσάνιος

Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

Dor. for χρυσήνιος (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσάνιος: Δωρ. ἀντὶ χρυσήνιος, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. χρυσήνιος.

English (Slater)

χρῡσᾱνιος
   1 with golden reins πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον (sc. Φερσεφόνα: cf. Paus., 9. 23. 3, ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος) fr. 37.