περιχωρέω
English (LSJ)
A go round, σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα Ar.Av.958; π. τὴν Ἑλλάδα Thalesap.D.L.1.44. II rotate, Anaxag.9, 12. 2 to be transferred to, come to in succession, ἡ βασιληΐη π. ἐς Δαρεῖον Hdt. 1.210 ; ἡ ὀργὴ π. ἐς τό τινων μίασμα D.C.40.49.