περιχωρέω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχωρέω Medium diacritics: περιχωρέω Low diacritics: περιχωρέω Capitals: ΠΕΡΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: perichōréō Transliteration B: perichōreō Transliteration C: perichoreo Beta Code: perixwre/w

English (LSJ)

A go round, σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα Ar.Av.958; περιχωρέω τὴν Ἑλλάδα Thalesap.D.L.1.44.
II rotate, Anaxag.9, 12.
2 to be transferred to, come to in succession, ἡ βασιληΐη π. ἐς Δαρεῖον Hdt. 1.210; ἡ ὀργὴ π. ἐς τό τινων μίασμα D.C.40.49.

German (Pape)

[Seite 601] herumgehen, -kommen, περιχώρει Ar. Av. 958, u. Sp., wie Plut. z. B. ἵνα μὴ δόξῃ εἰς τὴν γυναῖκα περιχωρεῖν τὸ δῶρον, Qu. Rom. 8; von der Regierung, nach der Reihe an Einen kommen, εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, Her. 1, 210.

French (Bailly abrégé)

περιχωρῶ :
aboutir à ; échoir par ordre de succession, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: περί, χωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχωρέω [περίχωρος] rondgaan:. σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα ga jij maar rond met de plengschaal Aristoph. Av. 958.. ronddraaien; uitbr. overgaan op, met εἰς + acc.: ἡ δὲ βασιληίη αὐτοῦ περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον dat zijn koningschap op Darius zou overgaan Hdt. 1.210.1.

Russian (Dvoretsky)

περιχωρέω:
1 обходить кругом, совершать обход Arph.;
2 обходить (τὴν Ἑλλάδα Diog. L.);
3 переходить: ἡ βασιληΐη περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον Her. (Кир получил предсказание), что царская власть перейдет к Дарию.

Greek Monotonic

περιχωρέω: μέλ. -ήσω·
I. βαδίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
II. έρχομαι γύρω από, έρχομαι ως διάδοχος, περιχωρέω εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιχωρέω: χωρῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 958· ἄνω κάτω π. Λουκ. Βίων πρᾶσις 14· π. τὴν Ἑλλάδα Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44. ΙΙ. περιστρέφομαι, Ἀναξαγ. 8. 2) περιέρχομαι εἰς..., διαδοχικῶς καταντῶ εἰς..., π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Ἡρόδ. 1. 210· ἡ ὀργὴ π. εἴς τινα Δίων Κ. 40. 49· πρβλ. περιέρχομαι, περίειμι (εἶμι).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to go round, Ar.
II. to come round to, come to in succession, π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Hdt.