[Seite 13] dor. für ἡγητήρ, z. B. Pind. P. 1, 134.
ἁγητήρ: ῆρος, ὁ. Δωρ. ἀντὶ ἡγητήρ, Πινδ. Π. 1, 134.
ᾱγητήρ 1 leader, lord ἁγητὴρ ἀνήρ (sc. Ἱέρων.) (P. 1.69)
v. ἡγητήρ.