ἄγγελμα

Revision as of 11:45, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

English (LSJ)

τό,

   A message, tidings, E.Or.876, Th.7.74, etc.

German (Pape)

[Seite 10] τό, Botschaft, Nachricht, Eur. Cr. 875; Thuc. 7, 74; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγελμα: τό, μήνυμα, παραγγελία, εἴδησις, Εὐρ. Ὀρ. 876, Θουκ. 7. 74, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
message, nouvelle.
Étymologie: ἀγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mensaje πολεμίων πάρα ἄ. E.Or.876, πρὸς τὸ ἄ. Th.7.74, κρυπτὰ ἀγγέλματα Hdn.7.6.5.