μήνυμα
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
-ατος, τό,
A information laid, Th.6.61, PSI6.684.19 (iv/v A. D.): in plural, Th.6.29, Men.Epit.206.
II indication, χρόνου Aenesid. ap.S.E.M.10.217, cf. Clearch.45 (pl.), D.H.1.59 (pl.), Ph.2.304 (pl.), Hierocl. in CA1p.419M.
III θεῶν μηνύματα evocations, Orph. H.86.16, cf. Man.4.556.
IV αἰπολικὸν μήνυμα a site pointed out by goatherds, AP9.101 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 175] τό, die Anzeige, Angabe; πρὸς τὰ μηνύματα ἀπελογεῖτο, Thuc. 6, 29. 61; Clearch. b. Ath. X, 457 f.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
indication.
Étymologie: μηνύω.
Russian (Dvoretsky)
μήνῡμα: ατος τό показание, обвинение, донос (πρὸς τὰ μηνύματα ἀπολογεῖσθαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μήνῡμα: τό, κατηγορία κατά τινος, ὁ δὲ (Ἀλκιβιάδης) ἐν τῷ παρόντι πρὸς τὰ μηνύματα ἀπελογεῖτο καὶ ἕτοιμος ἦν Θουκ. 6. 29, 61· ἔνδειξις, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 457F. 2) μήνυσις, καταγγελία, Λεόντ. Νεαραὶ 210. 3) = ἰνδικτιών, Φώτ. Ι, 737D.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν)
ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα ξυλλαβόντες τοὺς ἄνδρας», Θουκ.)
(νεοελλ.-μεσ.)
1. αγγελία, είδηση, μαντάτο
2. προμήνυμα, οιωνός
μσν.
1. προτροπή, παρότρυνση
2. (για εκλογή αρχιερέων ή πατριαρχών) γνωστοποίηση
3. στον πληθ. τὰ μηνύματα
χαιρετίσματα
αρχ.
1. προαγγελία
2. χρησμός, θεϊκό σημάδι
3. κατηγορία η οποία αποδίδεται αόριστα εναντίον κάποιου, καταγγελία
4. ένδειξη
5. τεκμήριο
6. σημασία, σπουδαιότητα
7. έννοια, νόημα
8. τίτλος
9. στον πληθ. υποδείξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Νέα Ελληνική οι σημασίες του μηνύω «διατυπώνω κατηγορία» και «φανερώνω, αποκαλύπτω, παραγγέλλω» μοιράστηκαν στα παράγωγά του μήνυμα και μήνυση. Έτσι το μεν μήνυμα στη Νέα Ελληνική περιορίστηκε να σημαίνει «ειδοποίηση, παραγγελία, εντολή» (πρβλ. ρ. μηνώ) ενώ η μήνυση «καταγγελία αξιόποινης πράξης»].
Greek Monotonic
μήνῡμα: -ατος, τό (μηνύω), πληροφορία, άγγελμα, σε Θουκ.
Middle Liddell
μήνῡμα, ατος, τό, μηνύω
an information, Thuc.
English (Woodhouse)
information, thing disclosed, what is disclosed, what is revealed