ἀγρώστωρ: -ορος, ὁ, = ἀγρώστης, Νικ. Ἀλεξιφάρμ. 473.
-ορος, ὁpescador Nic.Al.473.• Etimología: Cf. ἀγρέω, ἀγείρω, ἄγω.