ἀδιάβροχος
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάβροχος: -ον, ὁ μὴ διαπερασθεὶς ὑπὸ τῆς βροχῆς ἢ τοῦ ὕδατος, παράφρ. Ὀππ. Ἰξ. 2, 1.
Spanish (DGE)
-ον
que no deja pasar el agua, impermeablede las plumas de unas aves, D.P.Au.2.1.
ἀδιάβροχος: -ον, ὁ μὴ διαπερασθεὶς ὑπὸ τῆς βροχῆς ἢ τοῦ ὕδατος, παράφρ. Ὀππ. Ἰξ. 2, 1.
-ον
que no deja pasar el agua, impermeablede las plumas de unas aves, D.P.Au.2.1.