ἀδιάβροχος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάβροχος: -ον, ὁ μὴ διαπερασθεὶς ὑπὸ τῆς βροχῆς ἢ τοῦ ὕδατος, παράφρ. Ὀππ. Ἰξ. 2, 1.

Spanish (DGE)

-ον
que no deja pasar el agua, impermeable de las plumas de unas aves, D.P.Au.2.1.