ἀέλιοι
English (LSJ)
and αἰέλιοι, οἱ,
A lrothers-in-law. whose wives are sisters, Hsch. (αἴλιοι), Eust.648.45, EM31.24; cf. εἰλίονες.
German (Pape)
[Seite 41] οἱ, Schwäger, deren Frauen Schwestern sind, Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέλιοι: οἱ σύγγαμβροι, ὧν αἱ γυναῖκές εἰσιν ἀδελφαί· ὁ Ἡσύχ. γράφει αἴλιοι, ἀλλ’ ἐσφαλμ., ἴδε Εὐστ. 648. 45, Ἐτυμ. Μ. 31. 24. Ὁ M. Müller Oxf. Essays (1856) σ. 21, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Σανσκρ. syâlas (uxoris frater), ὁπότε τὸ α πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς εὐφωνικόν: ἀέλιοι.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
• Alolema(s): αἴλιοι Hsch.s.u.; αἰέλιοι EM α 450
concuñados Hsch.l.c., EM l.c., Eust.648.45.
• Etimología: ἀ- < *n̥- y la raíz pron. *su̯e c. alarg. *-l; cf. aisl. svilar ‘cuñados’.