ἄθηλυς

Revision as of 11:53, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

υ, = foreg., Plu.2.285c, Comp.Lyc.Num.3.

German (Pape)

[Seite 46] unweiblich, φυλακὴ περὶ τὰς παρθένους Plut. Lyc. et Num. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθηλυς: υ, = ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Πλούτ. 2. 285C. ΙΙ. μὴ γυναικεῖος, ἀνοίκειος εἰς θῆλυ, ὁ αὐτ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Σύγκρ. 3.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εος;
1 non efféminé;
2 non féminin.
Étymologie: ἀ, θῆλυς.

Spanish (DGE)


1 no femenino, poco femenino καλλωπισμός Plu.2.285c, ἡ περὶ τὰς παρθένους φυλακή Plu.Comp.Lyc.Num.3, πῆχυς Pamprepius 3.55.
2 que no tiene hembra, en cuya especie no existe hembra ζῷον ἄ. Ael.NA 10.15
que carece de contrapartida femenina del primer eón valentinianto ἄθηλυ<ν> καὶ ἄζυγον καὶ μόνον τὸν Πατέρα νομίζουσιν εἶναι Hippol.Haer.6.29.3, cf. 4 (cf. ἀθήλυντος I 2).
3 que no ha dado de mamar ἠνίδε μαζοὺς ὄμφακας οἰδαίνοντας ἀθήλεας (= -έας?, cf. ἀθηλής) mira mis pechos, uvas hinchadas que no han dado de mamar Nonn.D.48.365.