ἀμφισβητηματικός
English (LSJ)
ή, όν, = sq.; τὰ -κά Aps.p.236 H.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
discutible ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς δεῖ ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.
ή, όν, = sq.; τὰ -κά Aps.p.236 H.
-ή, -όν
discutible ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς δεῖ ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.