ἀμφισβητηματικός

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβητηματικός Medium diacritics: ἀμφισβητηματικός Low diacritics: αμφισβητηματικός Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amphisbētēmatikós Transliteration B: amphisbētēmatikos Transliteration C: amfisvitimatikos Beta Code: a)mfisbhthmatiko/s

English (LSJ)

ἀμφισβητηματική, ἀμφισβητηματικόν, = ἀμφισβητήσιμος (disputable, debatable, disputed, doubtful, in doubt) ; τὰ ἀμφισβητηματικά Aps. p. 236 H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
discutible ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς δεῖ ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.