ἀνέγερτος

Revision as of 11:54, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ον,

   A not broken by waking, ἀ. ὕπνος Arist.GA779a3, EE1216a3.

German (Pape)

[Seite 219] nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγερτος: -ον, ἀξύπνητος, καθεύδειν ἀνέγερτον ὕπνον Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 5, 6· οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 11. - Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene despertar οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος pues no hay sueño sin despertar Arist.GA 779a3, cf. EE 1216a3.
2 irreversible, definitivo ἡ ... τῶν μυστηρίων μετάδοσις, ῥῆξίς ἐστιν ἀ. τοῖς καταφρονητικῶς μεταδιδοῦσιν Isid.Pel.Ep.M.78.280A.
II adv. -ως
1 sin levantarse τίς εἶδε ... ἐγειρόμενον ἀνεγέρτως Euther.Confut.M.28.1357C.
2 sin resurrección ἀνεγέρτως μένειν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.68.1357C.