ἀνέγερτος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ἀνέγερτον, not broken by waking, ἀνέγερτος ὕπνος Arist.GA779a3, EE1216a3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene despertar οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος pues no hay sueño sin despertar Arist.GA 779a3, cf. EE 1216a3.
2 irreversible, definitivo ἡ ... τῶν μυστηρίων μετάδοσις, ῥῆξίς ἐστιν ἀ. τοῖς καταφρονητικῶς μεταδιδοῦσιν Isid.Pel.Ep.M.78.280A.
II adv. ἀνεγέρτως
1 sin levantarse τίς εἶδε ... ἐγειρόμενον ἀνεγέρτως Euther.Confut.M.28.1357C.
2 sin resurrección ἀνεγέρτως μένειν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.68.1357C.
German (Pape)
[Seite 219] nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέγερτος: непробудный (ὕπνος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγερτος: -ον, ἀξύπνητος, καθεύδειν ἀνέγερτον ὕπνον Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 5, 6· οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 11. - Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.
Greek Monolingual
ἀνέγερτος, -ον (Α) ανεγείρω
(για ύπνο) αξύπνητος, αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.