ἀπομείρομαι
English (LSJ)
A distribute, αἶσαν Hes.Op.578. 2 Pass., to be parted from, Id.Th.801, Arat.522:—in each place with v.l. ἀπαμείρομαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 314] (s. μείρομαι), 1) austheilen, Hes. O. 576. – 2) abtrennen, θεῶν ἀπομείρεται Hes. Th. 801, er wird von ihnen getrennt. An beiden Stellen v. l. ἀπαμείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομείρομαι: ἀποθ. διαμοιράζω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 576. 2) παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, θεῶν ἀπομείρεται ὁ αὐτ. Θ. 801: - ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὑπάρχει καὶ ἑτέρα γραφή, ἀπαμείρομαι, ἴδε τὴν λέξιν.
French (Bailly abrégé)
1 distribuer, partager;
2 être séparé de, gén..
Étymologie: ἀπό, μείρομαι.
Spanish (DGE)
quedarse con una parte ἠὼς γὰρ ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν la aurora se lleva la tercera parte del trabajo del día Hes.Op.578.