ἁρματόκτυπος
English (LSJ)
ὄτοβος
A rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).
German (Pape)
[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότος ἢ δοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne du bruit des chars.
Étymologie: ἅρμα, κτυπέω.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον
procedente del estrépito de los carros ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.Th.204.