[Seite 122] unbeweglich, Clem. Alex.
ἀμετασάλευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, ἀσάλευτος, ἀκίνητος, Κλήμ. Ἀλ. 201.
-ον inmóvil<νέοι> Clem.Al.Paed.2.7.54.