ἀμφέρω
English (LSJ)
A v. ἀναφέρω.
German (Pape)
[Seite 133] = ἀναφέρω, ebenso ἀμφεύγω
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέρω: ἀμ-φεύγω, ποιητ. ἀντὶ ἀναφ-.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναφέρω.
English (Slater)
ἀμφέρω
1 bring up med., offer, yield ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38)
Spanish (DGE)
v. ἀναφέρω.