ἡ, a kind of
A plaster, Alex.Trall.5.5.
βαρβάρα: ἡ, εἶδος ἐμπλάστρου ἀναφερόμενον ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 8.
-ας, ἡcierta escayola Alex.Trall.2.197.10 (v. βάρβαρος III 1).