δαιμονιόληπτος

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.

Spanish (DGE)

-ον
poseído por los espíritus δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1Apol.18.4.