διαιρέτης

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.