διαλακτίζω

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.

German (Pape)

[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.

French (Bailly abrégé)

1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.

Spanish (DGE)

dar patadas a, rechazar a puntapiés ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31.