ἀπολακτίζω
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
A kick, kick off or kick away, shake off, ἀνίας Thgn.1337; ὕπνον A.Eu.141; βαρεῖαν κωφείαν Phld.D.1.24 (dub.); inimicos Plaut. Epid. 678.
2 spurn, λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651; τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Plu. Ant.36.
II abs., kick out, kick up, ἀμφοτέροις with both legs, Luc. Asin.18.
Spanish (DGE)
1 dar una patada de ahí fig. sacudirse ἀνίας Thgn.1337, ὕπνον A.Eu.141
•abs. cocear, revolverse coceando ἀμφοτέροις con ambas patas Luc.Asin.18, de un cerdo que va a ser sacrificado, M.Ant.10.28, ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος el niño mimado tiró coces e.d. fue ingrato LXX De.32.15
•fig. rechazar, rehusar τὴν θυσίαν μου Al.1Re.2.29.
2 tratar a patadas, maltratar λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651, τὰ καλά Plu.Ant.36, inimicos Plaut.Epid.678.
German (Pape)
[Seite 310] mit den Füßen ausschlagen, Luc. Asin. 18; von sich stoßen, verschmähen, ὕπνον Aesch. Eum. 136; λέχος Prom. 654; Sp.; τὰ καλά Plut. Ant. 36, 6; vgl. Plat. bei D. L. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπολακτίσω, att. ἀπολακτιῶ;
regimber, ruer ; fig. repousser avec dédain, repousser, acc..
Étymologie: ἀπό, λακτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολακτίζω:
1 брыкаться (ἀμφοτέροις Luc.);
2 отбрасывать с презрением, отвергать (λέχος τὸ Ζηνός Aesch.; τὰ καλὰ πάντα Plut.);
3 отгонять, стряхивать с себя (ὕπνον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολακτίζω: μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, ἀποσείω, ἀνίας Θέογν. 1337· ὕπνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, ἀπορρίπτω, «κλωτσῶ», λέχος τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., λακτίζω, κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18.
Greek Monolingual
(AM ἀπολακτίζω) λακτίζω
απορρίπτω
αρχ.
1. διώχνω μακριά κλοτσώντας
2. κλοτσώ.
Greek Monotonic
ἀπολακτίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ·
1. κλωτσώ μακριά, απωθώ κλωτσώντας, αποτινάζω, ὕπνον, σε Αισχύλ.
2. καταφρονώ, απορρίπτω, στον ίδ.
Middle Liddell
1. to kick off or away, shake off, ὕπνον Aesch.
2. to spurn, Aesch.