A confuse utterly, Plu.2.1078a.
διασυγχέω: ἐντελῶς συγχέω, Πλούτ. 2. 1078Α.
confondre pêle-mêle.Étymologie: διά, συγχέω.
1 mezclar vino y agua, Plu.2.1078a.2 machacar, aplastar glos. a διαπαλύνω Hsch.δ 1611.