διαπαλύνω
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
[ῡ], grind to powder, E.Ph.1159.
Spanish (DGE)
(διαπᾰλύνω)
• Prosodia: [-ῡ-]
aplastar del todo, reducir a polvo κρᾶτα E.Ph.1159.
German (Pape)
[Seite 593] zermalmen, Eur. Phoen. 1170.
French (Bailly abrégé)
broyer, écraser.
Étymologie: διά, παλύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-παλύνω verpulveren, verbrijzelen:. δ. κρᾶτα zijn hoofd Eur. Phoen. 1159.
Russian (Dvoretsky)
διαπᾰλύνω: раздроблять, размозжить (κρᾶτα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπᾰλύνω: [ῡ], κατασυντρίβω, κάμνω θρύμματα, Εὐρ. Φοιν. 1159, Ἀριστοφ. Ἱππ. 573.
Greek Monotonic
διαπᾰλύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, θρυμματίζω, θραύω, κομματιάζω, σε Ευρ., Αριστοφ.