διακελευσμός

Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ὁ,

   A exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.

German (Pape)

[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.