διπόταμος

Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον,

   A between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.