ἔμπνευσις

Revision as of 12:00, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A on-breathing, LXXPs.17(18).16.

German (Pape)

[Seite 815] ἡ, Einhauchen, Begeisterung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπνευσις: -εως, ἡ, φύσημα, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 16). ΙΙ. θεοπνευστία, θεία ἔμπνευσις Γρηγ. Νύσσ. 2. 187Α καὶ ἀλλ.· πρβλ. ἐμπνέω ΙΙ. 2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 en sent. fís. soplo ἔ. πνεύματος ὀργῆς σου LXX Ps.17.16, cf. Gr.Naz.M.36.420D, ἀνέμων ἐμπνεύσεις Steph.in Hp.Aph.1.30.4, cf. 2.250.9
ref. al soplo de vida en la creación del hombre, Iul.Ar.80.3.
2 fig. inspiración τοῦ εὐαγγελίου Anon.Hier.Luc.2.88, cf. Origenes M.17.357D, Gr.Naz.M.36.444B.