ἔμπνευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A on-breathing, LXXPs.17(18).16.
German (Pape)
[Seite 815] ἡ, Einhauchen, Begeisterung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπνευσις: -εως, ἡ, φύσημα, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 16). ΙΙ. θεοπνευστία, θεία ἔμπνευσις Γρηγ. Νύσσ. 2. 187Α καὶ ἀλλ.· πρβλ. ἐμπνέω ΙΙ. 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 en sent. fís. soplo ἔ. πνεύματος ὀργῆς σου LXX Ps.17.16, cf. Gr.Naz.M.36.420D, ἀνέμων ἐμπνεύσεις Steph.in Hp.Aph.1.30.4, cf. 2.250.9
•ref. al soplo de vida en la creación del hombre, Iul.Ar.80.3.
2 fig. inspiración τοῦ εὐαγγελίου Anon.Hier.Luc.2.88, cf. Origenes M.17.357D, Gr.Naz.M.36.444B.