ἐμπνέω
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
poet. ἐμπνείω, A fut. -πνεύσομαι E.Andr.555; later -πνεύσω Aen.Gaz.Ep.11:—blow or breathe upon, c. dat., πόντῳ Hes.Op.508; ἐμπνείοντε μεταφρένῳ, of horses so close behind as to breathe upon one's back, Il.17.502; of a lover, Hsch.; κατ' οὖρον, ὥσπερ ἱστίοις, ἐμπνεύσομαι τῇδε E.l.c.; ἄνεμος ἐμπνεύσας δορί Id.Cyc.19; (αὐλοῖς) ἐμπνεῖν breathe into, play the flute, AP9.266 (Antip.): c. acc. cogn., Χείλεσι μοῦσαν ἐ., of Pan, APl.4.226 (Alc.):—Pass., ἐμπνεόμενα ὄργανα Poll.4.67; πνεῦμα -πνεόμενον τῷ αὐλῷ S.E.P.1.54.
2 abs., breathe in, inhale, Hp.Flat.4; but usu.,
b breathe, live, be alive, A.Ag.671, Ar.Th.926, Pl.Ap.29d, etc.; τὰ ἐμπνέοντα, = ἔμψυχα, Call. Iamb.1.127; ἐ. τᾷ τέχνᾳ AP9.777 (Phil.); of one expiring, βλέποντα κἀμπνέοντ' ἔτι S.Ph.883; σμικρὸν ἐμπνέουσ' ἔτι E.Alc.205; βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτι Id.Hipp.1246.
3 c. gen., breathe of, be laden with, Ἀραβίης ὀδμῆς Perict. ap. Stob.4.28.19; ἐ. ἀπειλῆς καὶ φόνου Act.Ap.9.1.
II trans., blow into, ἄνεμος μέσον ἱστίον ἐ. swell the sail, h.Bacch.33, cf. Pi.I.2.40.
2 breathe into, infuse into, μένος, θάρσος. τινί, Il.20.110, Od.9.381, al.; (Μοῦσαι) ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδήν Hes. Th.31; πατρὶ.. πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος Pi.O.8.70: also c. inf. pro acc., φᾶρος ἐνέπνευσε φρεσὶν ὑφαίνειν breathed into my mind (i.e. inspired me with the thought) to weave it, Od.19.138:—Pass., to be inspired, ὑπὸ θεοῦ Longin.16.2; εἰς μαντικήν Plu.2.421b.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐμπνείω Il.17.502, AP 16.105, Opp.H.1.293
• Morfología: [aor. act. part. nom. masc. ἐμπνεύσαις Pi.I.2.40, aor. ind. en v. med. 3a sg. ἔμπνυτο Il.11.359, en v. pas. 3a sg. ἐμπνύνθη Il.5.697, ἐμπνύθη Hsch.]
I intr.
1 resoplar ἐμπνείοντε μεταφρένῳ de dos caballos resoplando en mi espalda, Il.17.502.
2 soplar del viento πόντῳ Hes.Op.508, κατ' οὖρον ὥσπερ ἱστίοις ἐμπνεύσομαι τῇδε E.Andr.555, ἄνεμος ἐμπνεύσας δορί E.Cyc.19, ἕνα τῶν ἀνέμων ἀνιᾶσιν ἐμπνεῖν ὥρᾳ Philostr.VA 3.14
•c. ac. de direcc. ἔμπνευσεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον h.Bacch.33
•abs. Pi.l.c., Thphr.Vent.36, Aesop.1, I.BI 7.317.
3 mús., ref. a instrumentos de viento soplar, tocar en c. dat. εἰ δὲ σὺ τοιούτοις (αὐλοῖς) τότ' ἐνέπνεες AP 9.266 (Antip.Thess.), οἱ μὲν τοῖς αὐλοῖς ἐμπνέοντες ἡγοῦντο Polyaen.1.10, εἴθε ... σῦριγξ ἐγενόμην, ἵν' ἐμπνέῃ μοι Longus 1.14.3, en v. pas. ἐμπνεόμενα ὄργανα instrumentos de viento Poll.4.67.
4 respirar, estar vivo εἴ τίς ἐστιν ἐμπνέων A.A.671, ἤνπερ ἐ. Ar.Th.926, cf. Pl.Ap.29d, ἥδομαι μέν σ' εἰσιδὼν ... κἀμπνέοντ' ἔτι S.Ph.883, οἱ μάτην ἐμπνέοντες ἄνδρες Sch.Theoc.29.19, cf. E.Alc.205, Or.155, Herod.1.90, I.BI 5.458, AI 12.256, Fauorin.Cor.45
•part. neutr. plu. subst. τὰ ἐμπνέοντα los seres vivos Call.Fr.191.62, fig. ὁ σὸς πόνος ... τᾷ τέχνᾳ γὰρ ἐμπνέει pues tu obra, gracias a tu arte, tiene vida ref. un caballo de bronce AP 9.777 (Phil.)
•en aor. med.-pas. ἔμπνυτο recobró el aliento, volvió en sí de Héctor Il.11.359, ἐμπνύνθη Il.14.436, de Sarpedón Il.5.697, de Andrómaca Il.22.475, de Ulises Od.5.458, de Laertes Od.24.349
•c. ac. int. exhalar, espirar οὐδ' ἔτι θερμὸν ἐμπνείειν Opp.l.c., ὅσοι δὲ μετάρσιον ἐμπνέουσι los que tienen una respiración superficial Adam.2.41.
5 expeler el aire en la respiración, espirar op. ἀναπνέω Hp.Flat.4, tb. en v. med. ἐμπνεῖται ... ὡς τὰ ἔνυδρα κατὰ τὴν τῶν βραγχίων διαστολήν Clem.Al.Strom.7.6.32.
6 c. gen. exhalar un aroma, oler a ἐνέπνευσ' ὁ ... φάσκωλος ... μύρου καὶ βακκάριδος Ar.Fr.336
•part. neutr. plu. subst. οὐδ' ἀλείψεται (ἡ γυνὴ) Ἀραβίης ὀδμῆς ἐμπνέοντα ni se ungirá la mujer con cosas que huelan a perfume de Arabia Perict.Pyth.Hell.143.24, fig. Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ κυρίου Saulo respirando todavía amenazas y muerte (e.d. amenazas de muerte) contra los discípulos del Señor, Act.Ap.9.1, θεοῦ σοφίας Eus.VC 3.48.2.
II tr.
1 c. ac. de abstr. y dat. de pers. infundir, inspirar, insuflar ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν Il.20.110, cf. 19.159 (tm.), Pi.O.8.70, A.R.2.613, Nonn.D.30.293, ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν θέσπιν Hes.Th.31, cf. Lyr.Alex.Adesp.SHell.993.8, ἐμπνεῖν τι ... τοῖς ἐρωτικοῖς X.Smp.4.15, πᾶσα ψυχὴ ... ζῷα ἐποίησε πάντα ἐμπνεύσασα αὐτοῖς ζωήν Plot.5.1.2, cf. Synes.Hymn.1.490, Procl.H.7.34, tb. de caballos ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ Il.17.456, c. dat. de pers. e inf. complet. φᾶρος μέν μοι ... ἐνέπνευσε φρεσὶ δαίμων ... ὑφαίνειν un dios me inspiró tejer un gran lienzo (habla Penélope) Od.19.138, sólo c. ac. θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων Od.9.381, cf. X.HG 7.4.32, Plot.6.7.23, Procl.in Euc.86.2, in R.2.335, τὸ εὔτακτον ἐνέπνευσεν Clem.Al.Paed.1.2.6, ἔμπνευσον ἀοιδάς Hymn.Mag.11.6, abs. ἔμπνευσον τῷ δεῖνα ἀνθρώπῳ insufla tu espíritu en tal hombre, PMag.4.876, cf. 13.845, en v. pas. ἐμπνευσθεὶς ... ὑπὸ θεοῦ Longin.16.2, εἰς δὲ μαντικὴν ἐνεπνεῖτο Plu.2.421b, cf. Procl.in Ti.1.383.7, 3.135.20.
2 en instrum. de viento soplar, tocar c. ac. int. ἔμπνει ... χείλεσι μοῦσαν toca una melodía con los labios dicho de Pan AP 16.226 (Alc.Mess.), en v. pas. τοῦ μουσουργοῦ πνεῦμα ... ἐμπνεόμενον τῷ αὐλῷ S.E.P.1.54.
German (Pape)
[Seite 815] (s. πνέω), 1) hineinhauchen, vom Winde; εὐρέϊ πόντῳ Hes. O. 506; die Segel schwellen, οὖρος ἐμπνεύσαις ἱστίον Pind. I. 2, 40; κατ' οὖρον ὥσπερ ἱστίοις ἐμπνεύσομαι τῇδε Eur. Andr. 556; δόρει, ins Schiff, Cycl. 19; Νότος ἐμπνεύσας ναύταις Mel. 7 (XII, 52). Dah. αὐλοῖς, auf der Flöte blasen, Antp. Th. 29 (IX, 266); vgl. χείλεσι μοῦσαν ἐμπνεῖ Alc. 12 (Plan. 226); τὰ ἐμπνεόμενα ὄργανα, Blaseinstrumente, Poll. 4, 67. – Anblasen, anschnauben, μεταφρένῳ, von dem folgenden Rosse, Il. 17, 502. – Übertr., einhauchen, eingeben; ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν Il. 20, 110, wie Pind. Ol. 8, 70; Plat. Conv. 179 b; ἐνέπνευσέ μοι φρεσὶν φᾶρος ὑφαίνειν, gab mir in den Sinn zu weben, Od. 19, 138; τὴν ἀρετὴν ἐμπνεύσας Xen. Hell. 7, 4, 32; mit Liebe beseelen, Xen. Conv. 4, 15; vgl. ἐραστοῦ γεγονότος, τοῦτο δ' ἐμπνεῖσθαι Λακεδαιμόνιοι καλοῦσιν Plut. Cleom. 3, s. εἰσπνέω. Auch = begeistern, Sp.; εἰς μαντικὴν ἐνεπνεῖτο Plut. def. or. 21. – 2) athmen, leben; εἴ τίς ἐστιν ἐμπνέων, am Leben, Xen. Ag. 657; σμικρὸν ἐμπνέουσ' ἔτι Eur. Alc. 203; βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτη Hipp. 1246; Ar. Tb. 926; ἕωσπερ ἂν ἐμπνέω Plat. Apol. 29 d; Folgde. – Auch c. gen., Ἀραβίης ὀδμῆς, duften danach, Stob. flor. 85, 19; übertr., ἀπειλῆς καὶ φόνου, Mord schnauben, Act. ap. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνέπνευσα;
I. intr. 1 souffler sur, τινι;
2 amener le souffle en soi, respirer, vivre ; particul. n'avoir plus que le souffle, respirer encore : ὥσπερ ἂν ἐμπνέω PLAT tant que j'aurai le souffle;
II. tr. souffler dans le cœur ou dans l'esprit, inspirer : μένος τινί IL, θάρσος τινί OD souffler la colère ou la hardiesse dans l'âme de qqn ; avec l'inf. inspirer de ; Pass. être animé d'un souffle divin.
Étymologie: ἐν, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπνέω: эп. ἐμπνείω (fut. ἐμπνεύσομαι, aor. ἐνέπνευσα)
1 надувать, раздувать (ἱστίον HH, Pind.);
2 (о ветре), дуть, быть попутным, (ἱστίοις, δορί Eur.; ναύταις Anth.);
3 (при игре на духовых инструментах), дуть, играть, (αὐλοῖς Anth.);
4 дышать, обдавать дыханием (ἵππω ἐμπνείοντε μεταφρένῳ Hom.);
5 дышать, жить (ἥδομαι σ᾽ εἰσιδὼν ἐμπνέοντα Soph.): ἐκείνων εἴ τις ἐστὶν ἐμπνέων Aesch. если кто-нибудь из них жив; ἕωσπερ или μέχρις ἂν ἐμπνέω Plat., Plut. и ἥνπερ ἐμπνέω Arph. пока я жив; βραχὺν βίοτον ἐ. Eur. быть чуть живым, находиться при последнем издыхании;
6 воодушевлять, внушать (θάρσος τινί Hom.; αὐδὴν θείην τινί Hes.; ἀρετήν Xen.; φᾶρός μοι ἐνέπνευσε φρεσὶ ὑφαίνειν Hom.): εἰς μαντικὴν ἐμπνεύσασθαι Plut. преисполниться пророческим даром;
7 перен. дышать, угрожать: ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἴς τινα NT угрожая смертью кому-л.;
8 pass. приходить в себя (Hom. - v.l. ἀμπνεῖσθαι = ἀναπνεῖσθαι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπνέω: ποιητ. -πνείω: μέλλ. -πνεύσομαι Εὐρ. ἔνθα κατωτέρω. Φυσῶ ἢ πνέω ἔν τινι, μετὰ δοτ., πόντῳ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 506· ἐμπνείοντε μεταφρένῳ, «καταφυσῶντες αὐτοῦ τὸ μετάφρενον, ὅ ἐστιν, ἐγγὺς ὄντες τοῦ νώτου» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππων ἀκολουθούντων τινὶ κατὰ πόδας, Ἰλ. Ρ. 502· κατ’ οὖρον, ὥσπερ ἱστίοις, ἐμπνεύσομαι τῇδε Εὐρ. Ἀνδρ. 554· ἄνεμος ἐμπνεύσας δορὶ ὁ αὐτ. Κύκλ. 19: - αὐλοῖς ἐμπνεῖν, ἐμφυσᾶν, αὐλεῖν, Ἀνθ. Π. 9. 266: - μετὰ συστοίχ. αἰταιτ., χείλεσι μοῦσαν ἐμπν., ἐπὶ αὐλητοῦ, Ἀνθ. Πλαν. 4. 226, σ. 574, ἔκδ. Didot, καὶ ἐν τῷ παθ., ἐμπνεόμενα ὄργανα Πολυδ. Δ΄, 67. 2) ἀπολ., ἀναπνέω, ζῶ, εἶμαι «ζωντανός», ὡς τὸ πνεῖν = ζῆν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 671, Ἀριστοφ. Θεσμ. 926, Πλάτ. Ἀπολ. 29D, κτλ.· ἐμπν. τᾷ τέχνᾳ Ἀνθ. Π. 9. 777: - ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, βλέποντα κἀμπνέοντ’ ἔτι Σοφ. Φ. 883· σμικρὸν ἐμπνέουσ’ ἔτι Εὐρ. Ἄλκ. 205· βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτι ὁ αὐτ. Ἱππ. 1246 ἴδε ἔμπνοος. 3) μετὰ γεν., πνέω ἀπό, εἶμαι μεστός, πλήρης τινός, Ἀραβίης ὀδμῆς ἐμπνέοντα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 2· ἐμπν. ἀπειλῶν καὶ φόνου, Λατ. caedem. spirare, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 1. ΙΙ. μεταβ., φυσῶ ἐντός τινος, κάμνω νὰ φουσκώσῃ, ἱστίον ἐμπν. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσ. 33, πρβλ. Πινδ. Ἰ. 2. 59. 2) ἐμπνέω ὡς καὶ νῦν, μένος ἢ θάρσος τινὶ Ἰλ. Υ. 110, Ὀδ. Ι. 381, κτλ.· ἐμπν. τινὶ αὐδὴν Ἡσ. Θ. 31· πατρὶ... πατρὸς ἐνὲπνευσεν μένος Πινδ. Ο. 8. 93· μένος ἐμπν. ἐνίοις τῶν ἡρώων τὸν θεὸν Πλάτ. Συμπ. 179Β· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ., ἐνέπνευσέ μοι φρεσὶν φᾶρος ὑφαίνειν Ὀδ. Τ. 138: - παθ., ἐμπνέομαι, εἶμαι ἐμπεπνευσμένος, Λογγῖν. 15. 2· εἰς μαντικὴν Πλούτ. 2. 421Β· πρβλ. εἰσπνέω.
English (Autenrieth)
aor. ἐνέπνευσε, ἔμπνευσε: breathe upon, Il. 17.502; met., inspire, μένος, θάρσος, etc.; of an inspiring ‘suggestion,’ Od. 19.138 (ἔμπνυτο, ἐμπνύνθη, v.l. ἀμπ., see ἀναπνέω.)
English (Slater)
ἐμπνέω
nbsp; 1 blow upon abs. οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (I. 2.40) met., c. dat. & acc. πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος (sc. Alkimedon, by his victories) (O. 8.70)
English (Strong)
from ἐν and πνέω; to inhale, i.e. (figuratively) to be animated by (bent upon): breathe.
English (Thayer)
(T WH ἐνπνέω, see ἐν, III:3);
1. to breathe in or on (from Homer down).
2. to inhale (Aeschylus, Plato, others); with partitive genitive, ἀπειλῆς καί φόνου, threatening and slaughter were so to speak the element from which he drew his breath, Winer's Grammar, § 30,9c.; (Buttmann, 167 (146)); ἐμπνέον ζωῆς, the Sept. Joshua 10:40.
Greek Monolingual
(AM ἐμπνέω)
1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική σύλληψη
2. (μτχ. παρακμ.) εμπνευσμένος, -η, -ο
α) αυτός που διακρίνεται για την έμπνευσή του, την πρωτοτυπία και την ευαισθησία του («εμπνευσμένος ποιητής, φιλόσοφος κ.λπ.»)
β) αυτός που με την έμπνευσή του εμπνέει, συγκινεί και τους άλλους
(«εμπνευσμένος λόγος, παράσταση, εκτέλεση, μουσική κ.λπ.»)
γ) αρχ.
1. (για άνεμο) πνέω προς ορισμένη διεύθυνση
2. φουσκώνω τα πανιά του πλοίου
3. αναπνέω
4. ζω
5. παίζω αυλό
6. αποπνέω, μυρίζω.
Greek Monotonic
ἐμπνέω: ποιητ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ ἐνέπνευσα·
I. 1. φυσώ ή πνέω πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. απόλ., αναπνέω, ζω, είμαι ζωντανός, σε Αισχύλ., Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· βραχὺν βίοτον ἐμπνέων ἔτι, σε Ευρ.
3. με γεν., ψιθυρίζω, σιγομουρμουρίζω, ἐμπν. φόνου, Λατ. caedem spirare, σε Καινή Διαθήκη
II. μτβ.,
1. φυσώ μέσα σε κάτι, ἱστίον ἔμπν., φουσκώνω τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.
2. εμφυσώ, εμπνέω, μένος ή θάρσος τινί, σε Όμηρ.
Middle Liddell
poet. -πνείω fut. -πνεύσομαι aor1 ἐνέπνευσα
I. to blow or breathe upon, c. dat., Il., Eur.
2. absol. to breathe, live, be alive, Aesch., Soph., Plat., etc.; βραχὺν βίοτον ἐμπνέων ἔτι Eur.
3. c. gen. to breathe of, ἐμπν. φόνου, Lat. caedem spirare, NTest.
II. trans. to blow into, ἱστίον ἐμπν. to swell the sail, Hhymn.
2. to breathe into, inspire, μένος or θάρσος τινί Hom.
Chinese
原文音譯:™mpnšw 恩-普尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-吹 相當於: (נְשָׁמָה)
字義溯源:吸入,吐氣,口吐,吐說;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πνέω)*=呼吸)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 吐說⋯的話(1) 徒9:1
Léxico de magia
1 inspirar a personas ἐλθέ μοι, ὁ γενάμενος Ἑσιης καὶ ποταμοφόρητος, ἔμπνευσον τῷ δεῖνα ἀνθρώπῳ ἢ παιδί ven a mí, el nacido Hesies y llevado por el río, inspira al hombre o muchacho tal P IV 876 ἔμπνευσον ἀπ' ἐξάσθ<ματος, πο>λοκράτωρ, <τ>ῷ ὑπὸ σε ὄντι inspira con tu aliento, señor del polo, a aquel que está debajo de ti P XIII 845 cantos ἀμβροσίων στομάτων τε σταθεὶς ἔμπνευσον ἀοιδάς y establecido aquí inspira los cantos de inmortales bocas (en una invocación a Apolo) P II 84 2 infundir un sentimiento, como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, ... ὁ τοὺς σώφρονας λογισμοὺς ἐπικαλύπτων καὶ σκοτεινὸν ἐμπνέων οἶστρον te invoco a ti, el que mantiene ocultos los pensamientos sensatos e infunde sombría pasión P IV 1761