διατανύω

Revision as of 12:01, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A = διατείνω, διὰ πτερὰ . . τανύσσας A.R.4.601.

Greek (Liddell-Scott)

διατανύω: διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601.

Spanish (DGE)

(διατᾰνύω) 1 extender totalmente (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.
2 en v. med. estirarse μετὰ χάσμης Sch.Luc.Lex.21.