3sg. aor. I, he
A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
v. *ἐκμαίομαι.
v. ἐκμαίομαι.