ἐντεσιεργός

Revision as of 12:02, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

όν,

   A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.