ἐντεσιεργός

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεσῐεργός Medium diacritics: ἐντεσιεργός Low diacritics: εντεσιεργός Capitals: ΕΝΤΕΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: entesiergós Transliteration B: entesiergos Transliteration C: entesiergos Beta Code: e)ntesiergo/s

English (LSJ)

ἐντεσιεργόν, working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

Spanish (DGE)

-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεσιεργός: работающий в сбруе, т. е. упряжной (ἡμίονος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

Greek Monolingual

ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐντεσι-εργός, όν ἔργον
working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.