ἀπομύζουρις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fellatrix (Rev. Supp.) Com.Adesp.1352.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομύζουρις: -ιδος, ἡ, ἡ γλωττοδεψοῦσα, ἐπὶ αἰσχρᾶς γυναικὸς ἀπομυζώσης, θηλαζούσης, τὴν οὐράν, ἤτοι τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, Κωμ. Ἀνωνυμ. 107.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ chupa-colas, felatriz, Com.Adesp.1352.