ατος, τό, (διαρράπτω)
A seam, Plu.2.978a.
διάρραμμα: τό, (διαρράπτω) ῥαφή, Πλούτ. 2. 978Α.
-ματος, τόcostura, sutura en el cuerpo de un delfín γνωρίσαντες ἐκ τοῦ διαρράματος Plu.2.978a.