ἡ, fem. of ἀμυντήρ, =
A cultrix, Gloss.
ἀμύντειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἀμυντήρ, προστάτρια, Γλωσσ.
-ας, ἡ vengadora, Gloss.2.210.