ἀμυντήρ

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυντήρ Medium diacritics: ἀμυντήρ Low diacritics: αμυντήρ Capitals: ΑΜΥΝΤΗΡ
Transliteration A: amyntḗr Transliteration B: amyntēr Transliteration C: amyntir Beta Code: a)munth/r

English (LSJ)

ἀμυντῆρος, ὁ, lit. defender: ἀμυντῆρες, οἱ, brow-tines of stag's antlers, Arist.HA611b5.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 plu. defensas, astas de los ciervos, Arist.HA 611b5.
2 defensor c. gen. obj. τῶν δεινῶν Epiph.Const.Haer.47.3.

German (Pape)

[Seite 131] ὁ, Vertheidiger, bei Arist. H. A. 9, 5 die nach vorn gekehrten Zacken des Hirschgeweihes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυντήρ: ῆρος, ὁ, (ἀμύνω) ὑπερασπιστής: ἀμυντῆρες, εἰς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 6, εἶναι τὰ πρὸς τὰ ἔμπροσθεν ὀξέα μέρη τῶν κεράτων τῆς ἐλάφου.

Greek Monolingual

ἀμυντὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής
2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες
τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων του ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος.