διαναπείρω

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Greek (Liddell-Scott)

διαναπείρω: (μόνον ποιητ. διαμπείρω) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.

Spanish (DGE)

v. διαμπείρω.