ἐναποσφίγγω
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσφίγγω: συσφίγγω, στενοχωρῶ, Εὐσταθ. Πονημάτ. 167.14.
Spanish (DGE)
apretar, tensar en v. pas. ἑκάστη δὲ τῶν χορδῶν ... διῃρημένως ἐναπεσφίγγετο Ath.Al.M.27.548A.
ἐναποσφίγγω: συσφίγγω, στενοχωρῶ, Εὐσταθ. Πονημάτ. 167.14.
apretar, tensar en v. pas. ἑκάστη δὲ τῶν χορδῶν ... διῃρημένως ἐναπεσφίγγετο Ath.Al.M.27.548A.