ἀργέλοφοι

Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

οἱ,

   A the legs and feet of a sheep-skin, and so generally, offal, Ar.V.672.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργέλοφοι: -ων, οἱ, «ἀργέλοφοι, Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ ἄχρηστος, σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ ἀργέλοφοι γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
pattes qui restent attachées à une dépouille d’animal ; fig. accessoires, inutiles.
Étymologie: ἀργός², λόφος.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ

• Grafía: graf. ἀργιλ- Hsch.
1 recortes, raeduras de las pieles o el cuero, Phryn.PS 11.1, Hsch., AB 443, Sch.Ar.V.672.
2 fig. desechos τῆς ἀρχῆς Ar.V.672.