εως, ἡ,
A fleeing away, D.C.75.6.
[Seite 213] ἡ, das Entfliehen, D. Cass. 75, 6.
ἀνάφευξις: -εως, ἡ, τὸ ἀναφεύγειν, τὸ φεύγειν ὀπίσω, «καὶ καταφρονήσαντες αὖ πρὸς τὴν ἐκ βραχέος ἀνάφευξιν» Δίων Κάσσ. 75. 6.
-εως, ἡ huida D.C.75.6.4.