ατος, τό,
A dike, dam, Aristeas301, Harp. s.v. ἄνδηρα; cf. ἀνάχωσμα.
[Seite 215] τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.
ἀνάχωμα: τό, ἄνδηρον, «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.
-ματος, τό dique, presa Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.