(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for γυνή, Greg.Cor.p.345S.γάνα (B)· χέρσος, γῆ, Hsch. γανάεις, cf.sq.11.2.
γάνα: [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ γυνή, ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα.
v. γυνή.χέρσος. γῆ Hsch.